-
1 род
род м 1) (сорт, вид) το είδος· \род войск το όπλο 2) грам. το γένος· мужской (женский, средний) \род το αρσενικό (θηλυκό, ουδέτερο) γένος* * *м1) (сорт, вид) το είδοςрод войск — το όπλο
2) грам. το γένοςмужско́й (же́нский, сре́дний) род — το αρσενικό (θηλυκό, ουδέτερο) γένος
-
2 самка
-
3 кокиль
(металлическая литейная форма) το μεταλλικό καλούπι της χύτευσης, το θηλυκό καλούπι για μεταλλόμαζαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > кокиль
-
4 матка
1. анат. η μήτρα 2. (самка) το θηλυκό, η θηλύκιαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > матка
-
5 пол
I.(нижний настил в помещении, по которому ходят) το δάπεδο, το πάτωμαмозаичный - μωσαϊκό -, ψηφιδωτό -паркетный - το παρκέτο (ξεν.), το πάτωμα παρκέплиточный - από πλάκες/πλακάκιαII.биол. το φύλοмужской - αρσενικό -, ο άρρηνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > пол
-
6 род
1. (группа людей первобытного общества, связанная узами кровного родства) η φυλή 2. (ряд поколений, происходящих от одного предка) η γενεά, η γενιά, το σόι 3. биол. το γένος 4. (разновидность, сорт, тип чего-л.) το είδος, ο τύπος 5. лингв. το γένοςсредний - ουδέτερο -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > род
-
7 лань
ланьж τό θηλυκό ἐλάφι (самка)1 ἡ δορκάς, τό ζαρκάδι (самец). -
8 род
родм1. ἡ φυλή, τό γένος:старейшина \рода ὁ ἀρχηγός τής φυλής, ὁ ἀρχηγός τοῦ γένους·2. (ряд поколений) ἡ γενεά, ἡ γενιά, τό σόι; из \рода в \род ἀπό γενεάς είς γενεάν3. биол. τό γένος:человеческий \род τό ἀνθρώπινο γένος·4. (сорт, вид) τό είδος:всякого \рода λογής λογής, κάθε είδους, παντός είδους· \род войск τό ὅπλο[ν]·5. грам. τό γένος:мужской \род τό ἀρσενικό[ν] γένος· женский \род τό θηλυκό[ν] γένος· средний \род τό ούδέτερο[ν] γένος· ◊ в некотором \роде σάν νά λέμε, τρόπον τινά· в своем \роде στό είδος του· что-то в этом \роде περίπου ἐτσι, κάπως ἐτστ такого \рода τέτοιου είδους· пяти лет от роду εἶναι πέντε χρονών откуда ты \родом? ἀπα ποῦ κατάγεσαι;· ему́ на роду́ было написано... αὐτός ἐκ γενετής... -
9 лань
[λάν'] ουσ. θ. θηλυκό ελάφι -
10 лань
[λάν'] ουσ θ θηλυκό ελάφι -
11 годовалый
επ.χρονιάρικος, ενός χρόνου•годовалый ребенок χρονιάρικο παιδάκι•
-ая телка χρονιάρικο θηλυκό μοσχαράκι.
|| ενός χρόνου (διαρκείας)•-ое вино κρασί ενός χρόνου.
-
12 гусыня
-и θ.χήνα (το θηλυκό). -
13 кенарка
-и θ.καναρίνι (θηλυκό). -
14 корова
-ы θ.1. (α)γελάδα•молочная корова γαλακτοφόρα γελάδα.
|| το θηλυκό μερικών κερασφόρων ζώων.2. μτφ. (για γυναίκα) φοράδα. -
15 курица
-ы, πλθ. курицы κ. куры θ. κότα, όρνιθα. || το θηλυκό των ορνιθοειδών.εκφρ.(как) мокрая курица – α) σαν τη βρεγμένη γάτα. β) άβουλος άνθρωπος•слепая курица – (μτφ.) μύωπας, κοντόφθαλμος•писать, как курица лапой – γράφω σαν τα ορνιθοσκαλίσματα (πολύ άσχημα και δυσανάγνωστα)•- ам на смех – δε γελάτε κότες (για κάτι πολύ κουτό). -
16 курочка
-и θ.1. κοτούλα, -ίτσα.2. το θηλυκό των ορνιθοειδών.εκφρ.водяная – ηболотная курочкаβλ. лысуха. -
17 лань
-и θ.δορκάδα, ζαρκάδι• θηλυκό ελάφι, λαφίνα. -
18 лебёдка
-
19 лосиха
-и θ.η άλκη (θηλυκό). -
20 матка
-и θ.1. το θηλυκό των ζώων. || η βασίλισσα των μελισσών.2. (ανατομ.) η μήτρα.3. φυτό για πολλαπλασιασμό.4. (απλ.) μάνα. || μτφ. αρχηγός, μάνα (σε μερικά παιγνίδια).5. πολεμικό σκάφος εφοδιασμού.6. (διαλκ.) πυξίδα.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
θηλυκό — το 1. γυναίκα. 2. στον πληθ., θηλυκά γυναικείο φύλο. 3. ουσιαστικό ή επίθετο που έχει την κατάληξη του θηλυκού: Το θηλυκό του επιθέτου γλυκός είναι γλυκιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ωογόνιο — Θηλυκό πολλαπλασιαστικό όργανο που υπάρχει σε πολλά θαλλόφυτα. Aποτελείται από ένα μόνο κύτταρο, μάλλον διογκωμένο, μέσα στο οποίο σχηματίζονται ένα ή περισσότερα κύτταρα, θηλυκοί γαμέτες ή ωοκύτταρα. Λέγονται και ωόσφαιρα ή ωόσφαιρες (όταν ο… … Dictionary of Greek
ύπερος — Θηλυκό ανθικό όργανο των φυτών που φέρουν άνθη (Ανθόφυτα ή Φανερόγαμα). Οι ύ. θεωρούνται διαφοροποιημένα φύλλα (καρπόφυλλα), από τα οποία, με σύντηξη των άκρων τους, σχηματίζεται η ωοθήκη, ο στύλος και το στίγμα, τα οποία ως σύνολο αποτελούν το… … Dictionary of Greek
φυλλοξήρα του αμπελιού — (phylloxera vastatrix ή peritymbia vitifolii). Έντομο της οικογένειας των φυλλοξηριδών. Έως το 1863 το παράσιτο αυτό της αμπέλου είχε παρατηρηθεί μονό στην Αμερική. Την εποχή εκείνη εισήλθε στην Ευρώπη με τα μοσχεύματα αμερικανικών αμπελιών που… … Dictionary of Greek
θηλυκός — ή, ό και ός, ιά, ό (ΑΜ θηλυκός, ή, όν) [θήλυς] 1. αυτός ο οποίος ανήκει ή αναφέρεται στο φύλο που φέρει και αναπτύσσει τα γονιμοποιούμενα αναπαραγωγικά κύτταρα, ο θήλυς 2. γραμμ. αυτός που αναφέρεται στο θηλυκό γένος (α. «θηλυκό όνομα» ουσιαστικό … Dictionary of Greek
έντομα — Ζώα ασπόνδυλα που αποτελούν ομοταξία των αρθροπόδων. Περίπου από το ένα εκατομμύριο ζωικών ειδών, που είναι σήμερα γνωστά και έχουν ταξινομηθεί, γύρω στα 750.000 είναι έ., από τα οποία τα 300.000 είναι κολεόπτερα και τα 150.000 λεπιδόπτερα. Το… … Dictionary of Greek
αγριόπαπια — Είδος χηνομόρφων πτηνών της οικογένειας των ανατιδών. Την ίδια ονομασία έχουν και άλλα συγγενικά είδη που ανήκουν κυρίως στο ίδιο γένος (νήσσα). Το σώμα τους έχει μήκος γύρω στα 0,5 μ. Το βάρος τους είναι περίπου 1 1,5 κιλό. Χαρακτηρίζονται από… … Dictionary of Greek
γυναίκα — Ο άνθρωπος θηλυκού γένους. Με τον όρο γ. υποδηλώνεται επίσης η ώριμη για γάμο νέα. Στο ελληνικό Σύνταγμα του 1975 υπάρχει διάταξη (άρ. 4, παρ. 2) σύμφωνα με την οποία «οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις». Με τη… … Dictionary of Greek
ορίολος — (oriolus oriolus). Πουλί της οικογένειας των οριολιδών, της τάξης των στρουθιόμορφων. Ο o., που έχει συνολικό μήκος περίπου 25 εκ., φωλιάζει στην Ευρώπη, όχι πέρα από τον βόρειο παράλληλο 63° και στη νοτιοδυτική Ασία και διαχειμάζει στην τροπική… … Dictionary of Greek
τάβανος — Oνομασία εντόμων της οικογένειας των ταβανιδών, της τάξης των διπτέρων. Ένα από τα γνωστότερα είδη είναι ο τ. των βοδιών (tabanus bovinus), διαδεδομένος στην Ευρώπη, στη βόρεια Αφρική και σε εκτεταμένες περιοχές της Ασίας. Έχει μήκος 2 2½ εκ. και … Dictionary of Greek
φιλαρία — (wuchereria). Κοινή ονομασία νηματοειδών σκωλήκων, που ανήκουν στην ομάδα των νηματωδών, οι οποίοι παρασιτούν σε διάφορα σπονδυλωτά, ανάμεσα στα οποία και ο άνθρωπος. Η φ. η μπανκρόφτεια είναι είδος της τάξης των φιλαριοειδών, διαδεδομένη σε όλες … Dictionary of Greek